- αφερεγγυότητα
- [-ης (-ητος)] η см. αφερέγγυο[ν]
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναξιοπιστία — η 1. το να είναι κανείς αναξιόπιστος, να μη θεωρείται άξιος να γίνει πιστευτός 2. το να μη θεωρείται κανείς άξιος για εμπορικές συναλλαγές, για πιστώσεις, η αφερεγγυότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναξιόπιστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό … Dictionary of Greek
Μαλμπράνς, Νικολά ντε- — (Nicolas de Malebranche, Παρίσι 1638 – 1715). Γάλλος φιλόσοφος και θεολόγος. Ήταν ο μικρότερος γιος του γραμματέα του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΓ’. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία στο κολέγιο της Μαρς και στη Σορβόνη. Το 1664 χειροτονήθηκε… … Dictionary of Greek
αφερέγγυος — α, ο αυτός που δεν είναι φερέγγυος, ο αναξιόχρεος: Δεν μπορούσε να δανειστεί από την Τράπεζα, γιατί ήταν αφερέγγυος. Ουσ. το αφερέγγυο και η αφερεγγυότητα η κατάσταση του αφερέγγυου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)